- Ταλαϊονίδης
- ὁ, Αο γιος τού Ταλαού.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. πατρωνυμικού σχηματισμένος ανώμαλα (αντί τού αναμενόμενου *Ταλαΐδης) από το όν. Ταλαός για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταλαιονίδης — Ταλαϊονίδης , Ταλαϊονίδης masc nom sg Ταλαιονίδης son of Talaus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαιονίδαν — Ταλαϊονίδᾱν , Ταλαϊονίδης masc acc sg (epic doric aeolic) Ταλαϊονίδαν , Ταλαϊονίδης masc acc sg Ταλαιονίδᾱν , Ταλαιονίδης son of Talaus masc acc sg (epic doric aeolic) Ταλαιονίδης son of Talaus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαιονίδας — Ταλαϊονίδᾱς , Ταλαϊονίδης masc acc pl Ταλαϊονίδᾱς , Ταλαϊονίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ταλαιονίδᾱς , Ταλαιονίδης son of Talaus masc acc pl Ταλαιονίδᾱς , Ταλαιονίδης son of Talaus masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαιονίδαο — Ταλαϊονίδᾱο , Ταλαϊονίδης masc gen sg (epic doric) Ταλαιονίδᾱο , Ταλαιονίδης son of Talaus masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαιονίδην — Ταλαϊονίδην , Ταλαϊονίδης masc acc sg (attic epic ionic) Ταλαιονίδης son of Talaus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταλαιονίδῃ — Ταλαϊονίδῃ , Ταλαϊονίδης masc dat sg (attic epic ionic) Ταλαιονίδης son of Talaus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)